- μαγγάνισμα
- τό1) каландрирование, лощение; 2) прессование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγγάνισμα — το [μαγγανίζω] 1. πίεση, σύνθλιψη, σφίξιμο με μάγγανο 2. τεχνολ. μέθοδος συμπίεσης ή λείανσης τής επιφάνειας υφασμάτων, κυρίως, με τη χρήση μαγγάνου … Dictionary of Greek